δακτυλοδεικτώ

δακτυλοδεικτώ
(AM δακτυλοδεικτῶ, -έω)
δείχνω με το δάχτυλο
νεοελλ.
1. προβάλλω ως παράδειγμα για μίμηση ή αποφυγή
2. (μτχ. παθ. ενεστ.) δακτυλοδεικτούμενος, -η, -ο
όποιος επισύρει την προσοχή για κάποιον καλό ή κακό λόγο
αρχ.
δείχνω, συμβολίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δακτυλοδείκτης ή δακτυλόδεικτος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • δακτυλοδεικτώ — φέρνω κάποιον ως παράδειγμα. Χρησιμοποιείται κυρίως η μετοχή δακτυλοδεικτούμενος άνθρωπος παράδειγμα για μίμηση ή αποφυγή: Ο γιος του είναι ένας δακτυλοδεικτούμενος εγκληματίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δακτυλίζω — (AM) [δάκτυλος] μσν. παθ. δακτυλίζομαι γίνομαι δάκτυλος («ἵνα δακτυλισθῆ ό τρίβραχυς πούς» για να μετατραπεί ο τρίβραχυς σε δάκτυλο) αρχ. δακτυλίζω δακτυλοδεικτώ …   Dictionary of Greek

  • καταδακτυλίζω — (Α) (για παιδεραστές) βάζω το μεσαίο δάχτυλο στον πρωκτό κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + δακτυλίζω «δακτυλοδεικτώ» (< δάκτυλος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”