- δακτυλοδεικτώ
- (AM δακτυλοδεικτῶ, -έω)δείχνω με το δάχτυλονεοελλ.1. προβάλλω ως παράδειγμα για μίμηση ή αποφυγή2. (μτχ. παθ. ενεστ.) δακτυλοδεικτούμενος, -η, -οόποιος επισύρει την προσοχή για κάποιον καλό ή κακό λόγοαρχ.δείχνω, συμβολίζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < δακτυλοδείκτης ή δακτυλόδεικτος].
Dictionary of Greek. 2013.